μαγδωλοφυλακία

μαγδωλοφυλακία
μαγδωλοφυλακία, ἡ (Α) [μαγδωλοφύλαξ]
πάπ. απόσπασμα στρατιωτών που αποτελούσε τη φρουρά στρατιωτικού φυλακίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”